- ημεροδρόμος
- Ειδικός ταχυδρόμος στην αρχαία Ελλάδα, που έπρεπε σε μία ημέρα να διανύσει μεγάλη απόσταση. Κάθε ελληνική πόλη είχε τους η. της, που ονομάζονταν άγγελοι και δρομοκήρυκες. Ο Μαραθωνοδρόμος Φειδιππίδης, που μετέδωσε στους Αθηναίους το άγγελμα της νίκης του Μαραθώνα και πέθανε την ίδια στιγμή, ανήκε στην τάξη των η.
* * *ἡμεροδρόμος, -ον (AM)το αρσ. ως ουσ. ὁ ἡμεροδρόμοςπεζοπόρος που διήνυε γρήγορα μεγάλες αποστάσεις και χρησιμοποιούνταν σε ταχυδρομικές υπηρεσίες ή ως αγγελιαφόρος («τῶν ἡμεροδρόμων... τὸν ἄριστον», Ηρόδ.)αρχ.1. αυτός τον οποίο μπορεί να διανύσει κάποιος σε μία ημέρα2. (για τον ήλιο) αυτός που διατρέχει και ολοκληρώνει την πορεία του σε μία ημέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)-* + -δρόμος (< δρό-μος), πρβλ. ταχυ-δρόμος νυκτο-δρόμος].
Dictionary of Greek. 2013.